φιλελληνικός

φιλελληνικός
η , ό[ν] симпатизирующий грекам, эллинам

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φιλελληνικός" в других словарях:

  • φιλελληνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φιλέλληνες ή στον φιλελληνισμό 2. αυτός που υποστηρίζει τα συμφέροντα και τα δίκαια τών Ελλήνων («φιλελληνική πολιτική»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλέλληνας + κατάλ. ικός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1825 στην …   Dictionary of Greek

  • φιλελληνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στο φιλέλληνα ή το φιλελληνισμό (βλ. λ.). 2. αυτός που εξυπηρετεί τα δίκαια της Ελλάδας: Φιλελληνική πολιτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλελληνικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού φιλέλληνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλελληνικός. Η λ., στον λόγιο τ. φιλελληνικότης, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»